ἐπιχρίσεις

ἐπιχρίσεις
ἐπίχρισις
smearing over
fem nom/voc pl (attic epic)
ἐπίχρισις
smearing over
fem nom/acc pl (attic)
ἐπιχρί̱σεις , ἐπιχρίω
anoint
aor subj act 2nd sg (epic)
ἐπιχρί̱σεις , ἐπιχρίω
anoint
fut ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κονιατής — και κονιαστής, ο (Α κονιάτης και κονιατήρ) εργάτης ειδικός στις επιχρίσεις με κονίαμα, αυτός που γυψώνει ή επιχρίει με πηλό, σοβατζής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κονιῶ. Ο τ. κονιατήρ < κονιῶ + επίθημα τήρ (πρβλ. κρα τήρ, στα τήρ)] …   Dictionary of Greek

  • σκιρ(ρ)ίτης — ὁ, Μ τεχνίτης που κάνει επιχρίσεις με γύψο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκίρ(ρ)α «σκληρή γη, γύψινη» + επίθημα ίτης (πρβλ. ποταμ ίτης)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”